-
1 συνεπιτείνω
A help to strain or intensify,αὐτῶν τὴν ὀργήν Plb.3.13.1
;τὴν ψυχρότητα Plu.2.691c
, etc.:—[voice] Pass., to be increased along with, τινι ib.1020c: abs., Herod.Med. ap. Aët.9.37.2 intr., agree in intensity with, τινι Arist.Insomn. 460b13, v.l.in Plu.2.451d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεπιτείνω
-
2 ἐμφαίνω
A exhibit, display in,οἷον ἐν κατόπτρῳ Χρῴματα Pl.Ti. 71b
:— [voice] Pass., τὸ -όμενον μέλαν (in the moon) Stoic.2.199.2 exhibit, display,φαντασίαν μήκους Arist.Mu. 395b6
;τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος Plu.Alex.4
;εὐοδμίαν Thphr.CP6.5.2
, cf. 6.3.4 ([voice] Pass.);αἱρέσεις καὶ διαλήψεις Plb.3.31.8
;δυσχερασμόν Phld.Lib.p.80
.; οὐδὲν τοιοῦτον ἐμφαίνει presents no such appearance, Luc.DDeor.26.1;ἡ φροντὶς ἐ. τινὰ ψυχρότητα ἤθους Demetr.Eloc. 171
.3 indicate,ψυχρίαν Chrysipp.Stoic.3.50
;εὔνοιαν Plb.22.7.9
;ἐ. ὅτι.. D.S.1.87
, Plu.2.112f, al.;περί τινος ὡς περὶ ἰδίας Plb.3.23.5
.II [voice] Med. or [voice] Pass., with [tense] fut.ἐμφανήσομαι Phld.Lib.p.23
O.:1 to be seen in a mirror, reflected,ἐν ὕδασι ἢ ἐν κατόπτροις Pl.R. 402b
, al., cf. Arist.Mete. 345b26, APo. 98a27 (where ἠχεῖ and ἐμφαίνεται are quasi-impersonal), Thphr.Sens.27;ἐν Χαλκείῳ X.Smp.7.4
;τῷ εἴδει Plu.Alc.4
.2 become visible, to be manifested, X.Cyr.1.4.3;τὰ ἤθη τὰ ἐπὶ τοῦ προσώπου -όμενα Arist. Phgn. 806a30
, cf. LXXPs.79(80).2, etc.;ἐν ἅπασιν ἐμφαίνεται τὸ ἄρχον καὶ τὸ ἀρχόμενον Arist.Pol. 1254a30
; ἐμφαίνεται impers., it is manifest, Plu.2.953e:—also in [voice] Act.,ἐμφαίνει οὕτως Ceb.21
.3 to be exemplified or implied in..,ἐν τῇ κατηγορίᾳ τῇ τοιαύτῃ Arist.Metaph. 1028a28
; ἐνυπάρχειν καὶ ἐ. Id.de An. 413a15, EN 1096b22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφαίνω
См. также в других словарях:
ψυχρότητα — η / ψυχρότης, ητος, ΝΜΑ [ψυχρός] 1. η ιδιότητα τού ψυχρού 2. έλλειψη συναισθηματικής θέρμης νεοελλ. 1. η ανικανότητα ενός ατόμου να αισθανθεί γενετήσια ηδονή («γυναικεία ψυχρότητα») 2. φρ. «ψυχρότητα ανέμου» (μετεωρ.) μέτρο τής ψυκτικής δράσης… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Χαλεπάς, Γιαννούλης — (Πύργος, Τήνος 1851 – Αθήνα 1938). Έλληνας γλύπτης. Γεννημένος στο χωριό που έδωσε τους περισσότερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και από πατέρα μαρμαρογλύπτη, πήγε μικρός στη Σύρο για να μάθει γράμματα, αναγκασμένος από την πίεση του πατέρα του που … Dictionary of Greek
Κανόβα, Αντόνιο — (Antonio Canova, Ποσάνιο, Τρεβίζο 1757 – Βενετία 1821). Ιταλός γλύπτης. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νεοκλασικής γλυπτικής. Η πρώιμη ιδιοφυΐα του διαμορφώθηκε στη Βενετία, σε ένα περιβάλλον στενά συνδεδεμένο με τις αντιλήψεις του… … Dictionary of Greek
Καλφ, Βίλεμ — (WillemKalf, Ρότερνταμ 1619 – Άμστερνταμ 1693). Ολλανδός ζωγράφος. Αρχικά εργάστηκε στη Γαλλία και από το 1653 στο Άμστερνταμ. Υπήρξε μαθητής του Χέντρικ Ποτ στο Χάρλεμ, αλλά αργότερα ακολούθησε τη σχολή που αντιπροσώπευαν ο Βαν Γκόγιεν, ο Πίτερ… … Dictionary of Greek
συνεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] έχω την ίδια ένταση με κάτι άλλο («τὰ τῶν παθῶν θρέμματα τῷ λογισμῷ συμπαρόντα καὶ συνεπιτείνονα ταῑς ἀρεταῑς», Πλούτ.) αρχ. συντελώ στην αύξηση ή στην ένταση (α. «συνεπέτεινε δ αὐτῶν τὴν ὀργήν», Πολ. β. «τὴν ψυχρότητα τοῡ ὕδατος… … Dictionary of Greek
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek
σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek